μαχαναῖς

μαχαναῖς
μαχαναῖς
μᾱχαναῖς , μηχανή
contrivance: fem dat pl (doric )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαχαναῖς — μᾱχαναῖς , μηχανή contrivance fem dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύσσω — (Α) [κόρυς] 1. οπλίζω κάποιον με κράνος, με περικεφαλαία, ετοιμάζω για πόλεμο, εξοπλίζω («Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προτρέπω για πόλεμο («κορύσσουσα κλόνον ἀνδρών», Ησίοδ.) 3. διευθετώ, παρασκευάζω, οργανώνω («βίον κορυσσέμεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”